αλδοπεντόζες

αλδοπεντόζες
οι Χημ.
οργανικές ενώσεις (μονοσακχαρίτες) που περιέχουν μια αλδεϋδομάδα (-CH = Ο) και τέσσερα υδροξύλια (-ΟΗ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. āldōpentose(s) < ald(o) (< aldehyde, «αλδεΰδη», πρβλ. αλδεΰδες) + pentoses (πρβλ. πεντόζες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λυξόζη — η χημ. οργανική ένωση, μία από τις αλδοπεντόζες …   Dictionary of Greek

  • πεντόζη — η (βιοχ.) γενική ονομασία τών οζών με πέντε άτομα άνθρακα που προέρχονται από το πεντάνιο, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι αλδοπεντόζες, που ομαδοποιούνται σε τέσσερα ζεύγη εναντιομερών: τις ριζόζες, τις αραβινόζες, τις ξυλόλες και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”